καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κομμίωσις αἱ κομμιώσεις
      γενική τῆς κομμιώσεως τῶν κομμιώσεων
      δοτική τῇ κομμιώσει ταῖς κομμιώσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν κομμίωσιν τὰς κομμιώσεις
     κλητική ! κομμίωσι κομμιώσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομμίωσις (μαρτυρείται από το 1894) [1] < *κομμιῶ + -σις < αρχαία ελληνική κόμμι [2] → και δείτε τη λέξη κομμίωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομμίωσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 558, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. s.v. «κόμμι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.