Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομμέρκιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κομμέρκι
ο
τα
κομμέρκι
α
γενική
του
κομμέρκι
ου
των
κομμέρκι
ων
αιτιατική
το
κομμέρκι
ο
τα
κομμέρκι
α
κλητική
κομμέρκι
ο
κομμέρκι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομμέρκιο
<
μεσαιωνική ελληνική
κομμέρκιον
<
λατινική
commercium
(
εμπόριο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομμέρκιο
ουδέτερο
(
ιστορία
,
οικονομία
) το
τελωνείο
και οι
δασμοί
εισαγωγής
στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομμέρκιο