• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κομβιοδόχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κομβιοδόχη

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομβιοδόχος οι κομβιοδόχοι
      γενική της κομβιοδόχου των κομβιοδόχων
    αιτιατική την κομβιοδόχο τις κομβιοδόχους
     κλητική κομβιοδόχε
(κομβιοδόχο)
κομβιοδόχοι
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κομβιοδόχος < κομβί(ον) + -ο- + -δόχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομβιοδόχος θηλυκό (ή αρσενικό)

  • σύστημα ή υποδοχή όπου τοποθετούνται κουμπιά (π.χ. σ’ ένα ασανσέρ)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κομβιοδόχος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κομβιοδόχος&oldid=5638099"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:49

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:49.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας