Δείτε επίσης: κομιστής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομίστας οι κομίστες
      γενική του κομίστα των κομιστών
    αιτιατική τον κομίστα τους κομίστες
     κλητική κομίστα κομίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομίστας < κόμικς + -ίστας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρσενικό (θηλυκό: κομίστρια & κομίστα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία