Δείτε επίσης: κομιστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομίστας οι κομίστες
      γενική του κομίστα των κομιστών
    αιτιατική τον κομίστα τους κομίστες
     κλητική κομίστα κομίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομίστας < κόμικς + -ίστας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρσενικό (θηλυκό: κομίστρια & κομίστα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία