κολόβωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολόβωση | οι | κολοβώσεις |
γενική | της | κολόβωσης* | των | κολοβώσεων |
αιτιατική | την | κολόβωση | τις | κολοβώσεις |
κλητική | κολόβωση | κολοβώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολοβώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολόβωση < αρχαία ελληνική κολόβωσις < κολοβόω < κολοβός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολόβωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κολοβώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολόβωση
|