κολλητσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολλητσίδα < μεσαιωνική ελληνική κολλητσίδα < κολλητός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολλητσίδα θηλυκό
- (βοτανική) όνομα που δίνεται σε διάφορα φυτά τα οποία έχουν κάποιου είδους κολλητική ουσία στους βλαστούς ή και στους σπόρους τους
- (μεταφορικά) στενός κορσές, κολλητήρι, τσιμπούρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινή ονομασία φυτών
|