κολλητήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολλητήρι | τα | κολλητήρια |
γενική | του | κολλητηριού | των | κολλητηριών |
αιτιατική | το | κολλητήρι | τα | κολλητήρια |
κλητική | κολλητήρι | κολλητήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολλητήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολλητήρι ουδέτερο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση υλικών συγκόλλησης
- τσιμπούρι, κολλητσίδα, άτομο που έχει γίνει φορτικό, που βρίσκεται συνέχεια δίπλα μας
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολλητήρι