↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκινομαλλούσα οι κοκκινομαλλούσες
      γενική της κοκκινομαλλούσας
    αιτιατική την κοκκινομαλλούσα τις κοκκινομαλλούσες
     κλητική κοκκινομαλλούσα κοκκινομαλλούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκινομαλλούσα < κοκκινομάλλ(α) + -ούσα, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοκκινομάλλης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ci.no.maˈlu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐νο‐μαλ‐λού‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκκινομαλλούσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κοκκινομαλλούσα