ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοιτωνῑτα-
ονομαστική κοιτωνίτης οἱ κοιτωνῖται
      γενική τοῦ κοιτωνίτου τῶν κοιτωνιτῶν
      δοτική τῷ κοιτωνίτ τοῖς κοιτωνίταις
    αιτιατική τὸν κοιτωνίτην τοὺς κοιτωνίτᾱς
     κλητική ! κοιτωνῖτ κοιτωνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοιτωνίτ
γεν-δοτ τοῖν  κοιτωνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιτωνίτης < κοιτών + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιτωνίτης, -ου αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο θαλαμηπόλος
     συνώνυμα: κοιτωνοφύλαξ
    ※  Εἰδομενεῖ κοιτωνίτῃ Καίσαρος ἐτῶν κε , βιώσαντι τὸν πάντα [χ]ρόνον ἱλαρῶς, ̓Αμφήριστος κοιτωνίτης Καίσ(αρος) συντρόφῳ φιλτάτῳ, εὐσεβεῖ περὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους, ἐκ τοῦ ἰδίου ἐποίησεν | Κοιτωνίτης est paefectus cubiculi, alias dictus ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος Σεβαστοῦ (Corpus inscriptionum Graecarum: 3: Pars 17.-Pars 38. N.p., ex officina academica, 1853, σελ. 960 [1])