κοιλοδοκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.lo.ðoˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λο‐δο‐κός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλοδοκός θηλυκό
- (οικοδομική) δοκός που στο εσωτερικό της είναι κούφια, κοίλη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλοδοκός
Πηγές επεξεργασία
- κοιλοδοκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)