κνηκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κνηκός | ἡ | κνηκή | τὸ | κνηκόν |
γενική | τοῦ | κνηκοῦ | τῆς | κνηκῆς | τοῦ | κνηκοῦ |
δοτική | τῷ | κνηκῷ | τῇ | κνηκῇ | τῷ | κνηκῷ |
αιτιατική | τὸν | κνηκόν | τὴν | κνηκήν | τὸ | κνηκόν |
κλητική ὦ! | κνηκέ | κνηκή | κνηκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κνηκοί | αἱ | κνηκαί | τὰ | κνηκᾰ́ |
γενική | τῶν | κνηκῶν | τῶν | κνηκῶν | τῶν | κνηκῶν |
δοτική | τοῖς | κνηκοῖς | ταῖς | κνηκαῖς | τοῖς | κνηκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | κνηκούς | τὰς | κνηκᾱ́ς | τὰ | κνηκᾰ́ |
κλητική ὦ! | κνηκοί | κνηκαί | κνηκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κνηκώ | τὼ | κνηκᾱ́ | τὼ | κνηκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κνηκοῖν | τοῖν | κνηκαῖν | τοῖν | κνηκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κνηκός (ελληνιστική κοινή) < κνῆκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίακνηκός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που έχει ανοιχτό κίτρινο, καστανόξανθο χρώμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη κνῆκος
Πηγές
επεξεργασία- κνηκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνηκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.