κλοῦστρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κλοῦστρον | τὰ | κλοῦστρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κλούστρου | τῶν | κλούστρων | ||||
δοτική | τῷ | κλούστρῳ | τοῖς | κλούστροις | ||||
αιτιατική | τὸ | κλοῦστρον | τὰ | κλοῦστρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κλοῦστρον | κλοῦστρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλούστρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλούστροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλοῦστρον (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλοῦστρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία, γλυκό) είδος γλυκού
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- κλοῦστρον Κυριανόν, κλοῦστρον γουττᾶτον, κλοῦστρον Φαβωνιανόν. μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος, μουστάκια σησαμᾶτα, κλοῦστρον πούριον,
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647d, @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές
επεξεργασία- κλοῦστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.