κλοτσοπατινάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλοτσοπατινάδα < μεσαιωνική ελληνική κλοτσοπατώ + -ινάδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλοτσοπατινάδα θηλυκό
- (οικείο) οι κλοτσιές και τα ποδοπατήματα που συμβαίνουν σε μια διένεξη ή συμπλοκή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλοτσοπατινάδα
|