κλιμακωσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιμακωσιμότητα < απόδοση για την αγγλική scalability
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλιμακωσιμότητα θηλυκό
- η δυνατότητα ενός συστήματος να διαχειρίζεται όλο και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας προσθέτοντάς του πόρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλιμακωσιμότητα