Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαούρα οι κλαούρες
      γενική της κλαούρας
    αιτιατική την κλαούρα τις κλαούρες
     κλητική κλαούρα κλαούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαούρα < κλαίω + -ούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαούρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία