κλαούνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλαούνα | οι | κλαούνες |
γενική | της | κλαούνας | — | |
αιτιατική | την | κλαούνα | τις | κλαούνες |
κλητική | κλαούνα | κλαούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαούνα < κλάμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαούνα θηλυκό
- κλαψούρα
- Γιατί τόση κλαούνα πια σ' αυτή την πόλη;
- Λατρεύω την γκρίνια, τη μίρλα, την κλαούνα, την κατινιά, την κακομοιριά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλαούνα
|