↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαούνα οι κλαούνες
      γενική της κλαούνας
    αιτιατική την κλαούνα τις κλαούνες
     κλητική κλαούνα κλαούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλαούνα < κλάμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλαούνα θηλυκό

  1. κλαψούρα
    Γιατί τόση κλαούνα πια σ' αυτή την πόλη;
    Λατρεύω την γκρίνια, τη μίρλα, την κλαούνα, την κατινιά, την κακομοιριά τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία