κλανίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλανίδι | τα | κλανίδια |
γενική | του | κλανιδιού | των | κλανιδιών |
αιτιατική | το | κλανίδι | τα | κλανίδια |
κλητική | κλανίδι | κλανίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /klaˈni.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐νί‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλανίδι ουδέτερο
- (προφορικό) η κλανιά
- ※ Μπαίνει ένας μελαχρινός κύριος μέσα στο ασανσέρ και το ”κλανίδι” αρχίζει... Κάπως έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τα όσα συνέβησαν οταν ένας από τους παρευρισκόμενους στο ασανσέρ αερίστηκε μπροστά στους άλλους με αποτέλεσμα να δημιουργηθουν κωμικοτραγικές καταστάσεις στη φάρσα που έκανε τηλεοπτική εκπομπή! (ΔΕΙΤΕ:Πως αντέδρασε ο κόσμος στο ασανσέρ όταν κάποιος αερίστηκε;(video), 7/12/2012 [1] )
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλανίδι
→ δείτε τη λέξη κλανιά |
Πηγές
επεξεργασία- κλανίδι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)