κιττάμπελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κιττάμπελος | οἱ/αἱ | κιττάμπελοι | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | κιτταμπέλου | τῶν | κιτταμπέλων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | κιτταμπέλῳ | τοῖς/ταῖς | κιτταμπέλοις | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κιττάμπελον | τοὺς/τὰς | κιτταμπέλους | ||||
κλητική ὦ! | κιττάμπελε | κιττάμπελοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιτταμπέλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κιτταμπέλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιττάμπελος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κιττ(ός), αττικός τύπος του κισσός + -άμπελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιττάμπελος αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κισσάμπελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.