ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / κιττάμπελος οἱ/αἱ κιττάμπελοι
      γενική τοῦ/τῆς κιτταμπέλου τῶν κιτταμπέλων
      δοτική τῷ/τῇ κιτταμπέλ τοῖς/ταῖς κιτταμπέλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν κιττάμπελον τοὺς/τὰς κιτταμπέλους
     κλητική ! κιττάμπελε κιττάμπελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιτταμπέλω
γεν-δοτ τοῖν  κιτταμπέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιττάμπελος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κιττ(ός), αττικός τύπος του κισσός + -άμπελος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιττάμπελος αρσενικό ή θηλυκό