Δείτε επίσης: άμπελος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄμπελος αἱ ἄμπελοι
      γενική τῆς ἀμπέλου τῶν ἀμπέλων
      δοτική τῇ ἀμπέλ ταῖς ἀμπέλοις
    αιτιατική τὴν ἄμπελον τὰς ἀμπέλους
     κλητική ! ἄμπελε ἄμπελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπέλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄμπελος < πιθανόν προελληνική προέλευση [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άμπελος και δείτε ἀμπέλιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄμπελος θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.