κιλότο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιλότο | τα | κιλότα |
γενική | του | κιλότου | των | κιλότων |
αιτιατική | το | κιλότο | τα | κιλότα |
κλητική | κιλότο | κιλότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιλότο ουδέτερο
- κρέας που προέρχεται από το πίσω μέρος του μοσχαριού και βρίσκεται πάνω από το στρογγυλό και την ουρά και πίσω από το φιλέτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιλότο
|