Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
με μοβ χρώμα φαίνεται η περιοχή από όπου προέρχεται το κιλότο


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιλότο τα κιλότα
      γενική του κιλότου των κιλότων
    αιτιατική το κιλότο τα κιλότα
     κλητική κιλότο κιλότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιλότο < γαλλική culotte

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιλότο ουδέτερο

  • κρέας που προέρχεται από το πίσω μέρος του μοσχαριού και βρίσκεται πάνω από το στρογγυλό και την ουρά και πίσω από το φιλέτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία