κηροθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηροθήκη θηλυκό
- θήκη με μια ή συνήθως περισσότερες κοίλες θέσεις για την τοποθέτηση των κεριών στις εκκλησίες, από τις οποίες μπορούν να τα παραλάβουν οι πιστοί
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηροθήκη
|