Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Κηροθήκη με έξη θέσεις γεμάτες με κεριά, στο ναό του Ελκόμενου Χριστού, Μονεμβασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηροθήκη οι κηροθήκες
      γενική της κηροθήκης των κηροθηκών
    αιτιατική την κηροθήκη τις κηροθήκες
     κλητική κηροθήκη κηροθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηροθήκη < κηρ(ός) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηροθήκη θηλυκό

  • θήκη με μια ή συνήθως περισσότερες κοίλες θέσεις για την τοποθέτηση των κεριών στις εκκλησίες, από τις οποίες μπορούν να τα παραλάβουν οι πιστοί

  Μεταφράσεις επεξεργασία