↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλόδεμα τα κεφαλοδέματα
      γενική του κεφαλοδέματος των κεφαλοδεμάτων
    αιτιατική το κεφαλόδεμα τα κεφαλοδέματα
     κλητική κεφαλόδεμα κεφαλοδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεφαλόδεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεφαλόδεμα < κεφαλό- + δέμα (ταινία)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλόδεμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία