κεφαλοκυνηγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλοκυνηγός αρσενικό ή θηλυκό
- (μειωτικό) που προσπαθεί να συλλάβει ανθρώπους που έχουν επικηρυχθεί έναντι αμοιβής, να τους παραδώσει στις αρχές ή να τους σκοτώσει