Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφαλοκυνηγός οι κεφαλοκυνηγοί
      γενική του κεφαλοκυνηγού των κεφαλοκυνηγών
    αιτιατική τον κεφαλοκυνηγό τους κεφαλοκυνηγούς
     κλητική κεφαλοκυνηγέ κεφαλοκυνηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλοκυνηγός < κεφάλι + -ο- + κυνηγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλοκυνηγός αρσενικό ή θηλυκό

  • (μειωτικό) που προσπαθεί να συλλάβει ανθρώπους που έχουν επικηρυχθεί έναντι αμοιβής, να τους παραδώσει στις αρχές ή να τους σκοτώσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία