κεφαλληνιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.fa.li.ni.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φαλ‐λη‐νι‐α‐κά
Ετυμολογία 1
επεξεργασίακεφαλληνιακά < κεφαλληνιακ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακεφαλληνιακά
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κεφαλληνιακά | ||
γενική | των | κεφαλληνιακών | ||
αιτιατική | τα | κεφαλληνιακά | ||
κλητική | κεφαλληνιακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κεφαλληνιακά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλληνιακός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλληνιακά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) άλλη μορφή του κεφαλονίτικα, το κεφαλληνιακό ιδίωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία το κεφαλληνιακό ιδίωμα
|
Ετυμολογία 3
επεξεργασίακεφαλληνιακά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακεφαλληνιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κεφαλληνιακός