κερδομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερδομανία < κερδομανής + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερδομανία θηλυκό
- (λόγιο) η μεγάλη αγάπη για το κέρδος, η υπερβολική φιλοκέρδεια και παθολογική φιλοχρηματία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κερδομανής, κέρδος και μανία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερδομανία
|