Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεραυνοπληξία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεραυνοπληξί
α
οι
κεραυνοπληξί
ες
γενική
της
κεραυνοπληξί
ας
των
κεραυνοπληξι
ών
αιτιατική
την
κεραυνοπληξί
α
τις
κεραυνοπληξί
ες
κλητική
κεραυνοπληξί
α
κεραυνοπληξί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεραυνοπληξία
<
κεραυνός
+
-ο-
+
-πληξία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεραυνοπληξία
θηλυκό
το
κτύπημα
από
κεραυνό
Συγγενικά
επεξεργασία
κεραυνόπληκτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεραυνοπληξία