κερασάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κερασάκι | τα | κερασάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κερασάκι | τα | κερασάκια |
κλητική | κερασάκι | κερασάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερασάκι < κεράσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερασάκι ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- το κερασάκι στην τούρτα: το επιπλέον, που κάνει κάτι καλό καλύτερο (ή, ειρωνικά, κάτι άσχημο χειρότερο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερασάκι
|