Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμιτζής οι κεραμιτζήδες
      γενική του κεραμιτζή των κεραμιτζήδων
    αιτιατική τον κεραμιτζή τους κεραμιτζήδες
     κλητική κεραμιτζή κεραμιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεραμιτζής < κεραμίδι + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεραμιτζής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία