κεράτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεράτσα | οι | κεράτσες |
γενική | της | κεράτσας | — | |
αιτιατική | την | κεράτσα | τις | κεράτσες |
κλητική | κεράτσα | κεράτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεράτσα < κυράτσα < μεσαιωνική ελληνική κυράτσα < κυρά < αρχαία ελληνική κυρία, θηλυκό του κύριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεράτσα θηλυκό
- άλλη μορφή του κυράτσα / κερά
- ※ «Κεράτσα», γράφει ο συγγραφέας, «λέμε στα σιφναίικα τη θεία, την αδερφή της μάνας μας ή του πατέρα μας... Στη δική μου περίπτωση αναφέρομαι στη θεία μου το Κατέ [Κατίνα], την αδερφή της μάνας μου (Μανώλης Κορρές, Η Κεράτσα μου, εκδόσεις Ροδακιό, 1997)
- ※ Κεράτσα · εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πρὸ ἑβδομῆντα χρόνων ἡ λέξις ἦτον ἀκόμη συνώνυμος τοῦ « κερὰ » , τώρα μετέπεσεν εἰς ἄζηλον σημασίαν , χαρακτηρίζουσα τὰς κενοδόξους γυναῖκας (Emile Legrand, Grammaire grecque moderne, 1878, σελ. 130 [https://www.google.gr/books/edition/Grammaire_grecque_moderne/pu5IeTnQ_tQC?hl=en&gbpv=1&dq=%CE%9A%CE%B5%CF%81%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B1&pg=PA130&printsec=frontcover)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεράτσα
|