κεντροβαρής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κεντροβαρής | η | κεντροβαρής | το | κεντροβαρές |
γενική | του | κεντροβαρούς* | της | κεντροβαρούς | του | κεντροβαρούς |
αιτιατική | τον | κεντροβαρή | την | κεντροβαρή | το | κεντροβαρές |
κλητική | κεντροβαρή(ς) | κεντροβαρής | κεντροβαρές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κεντροβαρείς | οι | κεντροβαρείς | τα | κεντροβαρή |
γενική | των | κεντροβαρών | των | κεντροβαρών | των | κεντροβαρών |
αιτιατική | τους | κεντροβαρείς | τις | κεντροβαρείς | τα | κεντροβαρή |
κλητική | κεντροβαρείς | κεντροβαρείς | κεντροβαρή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεντροβαρής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακεντροβαρής
- αυτός που έχει το κέντρο βάρος του στο μέσο, που βαραίνει προς ένα σημείο στο κέντρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεντροβαρής
|