Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεντρικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεντρικότητ
α
οι
κεντρικότητ
ες
γενική
της
κεντρικότητ
ας
των
κεντρικοτήτ
ων
αιτιατική
την
κεντρικότητ
α
τις
κεντρικότητ
ες
κλητική
κεντρικότητ
α
κεντρικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεντρικότητα
<
κεντρικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεντρικότητα
θηλυκό
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) η
ιδιότητα
του
κεντρικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεντρικότητα
αγγλικά
:
centrality
(en)