καψιμάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καψιμάδι | τα | καψιμάδια |
γενική | του | καψιμαδιού | των | καψιμαδιών |
αιτιατική | το | καψιμάδι | τα | καψιμάδια |
κλητική | καψιμάδι | καψιμάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καψιμάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καψιμάδι (δημώδης τύπος) (< παξιμάδι, με παρετυμολογική επίδραση του καίω)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψιμάδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, γαστρονομία) το παξιμάδι[2]
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψιμάδι
→ δείτε τη λέξη παξιμάδι |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Εμμανουήλ Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, 1100-1669, επιμέλεια: Ι.Ν. Καζάζης, τόμ. 14 (Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1997), σ. 307.
- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 445.