Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καυλιάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καυλιάρικ
ος
η
καυλιάρικ
η
το
καυλιάρικ
ο
γενική
του
καυλιάρικ
ου
της
καυλιάρικ
ης
του
καυλιάρικ
ου
αιτιατική
τον
καυλιάρικ
ο
την
καυλιάρικ
η
το
καυλιάρικ
ο
κλητική
καυλιάρικ
ε
καυλιάρικ
η
καυλιάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καυλιάρικ
οι
οι
καυλιάρικ
ες
τα
καυλιάρικ
α
γενική
των
καυλιάρικ
ων
των
καυλιάρικ
ων
των
καυλιάρικ
ων
αιτιατική
τους
καυλιάρικ
ους
τις
καυλιάρικ
ες
τα
καυλιάρικ
α
κλητική
καυλιάρικ
οι
καυλιάρικ
ες
καυλιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
καυλιάρικος
που ερεθίζει σεξουαλικά