καυκαλήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καυκαλήθρα < καυκαλ(ίδα) (< αρχαία ελληνική καυκαλίς) + -ήθρα.[1] → δείτε τη λέξη καῦκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaf.kaˈli.θɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐κα‐λή‐θρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καυκαλήθρα θηλυκό
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Tορδύλιον το ταπεινόν (Tordylium humile), τορδύλιον το φαρμακευτικόν (Tordylium officinale)
- ↪ πάντοτε βάζω στις χορτόπιτες λίγη καυκαλήθρα για να γίνονται πεντανόστιμες
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Ορλαΐα η μεγανθής (Orlaya grandiflora) ?
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καυκαλήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας