Δείτε επίσης: καυκαλήθρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καυκαλίς αἱ καυκαλίδες
      γενική τῆς καυκαλίδος τῶν καυκαλίδων
      δοτική τῇ καυκαλίδ ταῖς καυκαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καυκαλίδ τὰς καυκαλίδᾰς
     κλητική ! καυκαλίς* καυκαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καυκαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  καυκαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καυκαλίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυκαλίς, -ίδος θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία