Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατρουλού οι κατρουλούδες
      γενική της κατρουλούς των κατρουλούδων
    αιτιατική την κατρουλού τις κατρουλούδες
     κλητική κατρουλού κατρουλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατρουλού < κατρουλ(ής) + -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tɾuˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τρου‐λού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατρουλού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατρουλής