Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατραμόκολος οι κατραμόκολοι
      γενική του κατραμόκολου των κατραμόκολων
    αιτιατική τον κατραμόκολο τους κατραμόκολους
     κλητική κατραμόκολε κατραμόκολοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατραμόκολος < κατράμι + -κολος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατραμόκολος αρσενικό (& παρετυμολογημένη γραφή: κατραμόκωλος)

  • (ναυτικός όρος) ο ναύτης της κουβέρτας
    • Εγώ ήμουν απλά Δόκιμος καταστρώματος, κατραμόκολος, έβλεπα, άκουγα και μάθαινα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνω γνώστης των πλοίων και κυρίως της ναυτικής τέχνης, κατάρτισης και της ναυτικής ζωής των ποντοπόρων πλοίων και των θαλασσοπόρων ναυτικών. Αυτή την εποχή έκανα όλες τις δουλειές στο πλοίο τόσο για βοήθεια, όσο και για μάθηση, εκπαίδευση και για να αποκτήσω πείρα από την πλευρά την δικιά μου. (*)
    • Κοράλλι ὁ κατραμόκωλος βαστάει νὰ σὲ φιλέψει. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία