καταψιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταψιά | οι | καταψιές |
γενική | της | καταψιάς | των | καταψιών |
αιτιατική | την | καταψιά | τις | καταψιές |
κλητική | καταψιά | καταψιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈpsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐ψιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταψιά θηλυκό