καταφρόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταφρόνια | οι | καταφρόνιες |
γενική | της | καταφρόνιας | — | |
αιτιατική | την | καταφρόνια | τις | καταφρόνιες |
κλητική | καταφρόνια | καταφρόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταφρόνια < μεσαιωνική ελληνική καταφρόνια < καταφρον(ώ) + -ια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταφρόνια θηλυκό
- η περιφρονητική - υποτιμητική στάση κάποιου απέναντι σε άλλον ή η κατάσταση ανυποληψίας στην οποία ζει κάποιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταφρόνια
|