καταρτιστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καταρτιστήρ | οἱ | καταρτιστῆρες |
γενική | τοῦ | καταρτιστῆρος | τῶν | καταρτιστήρων |
δοτική | τῷ | καταρτιστῆρῐ | τοῖς | καταρτιστῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | καταρτιστῆρᾰ | τοὺς | καταρτιστῆρᾰς |
κλητική ὦ! | καταρτιστήρ | καταρτιστῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταρτιστῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταρτιστήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταρτιστήρ αρσενικό
- ο διαιτητής, ο μεσολαβητής, που αποκαθιστά την τάξη
Πηγές
επεξεργασία- καταρτιστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.