↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταρτιστήρ οἱ καταρτιστῆρες
      γενική τοῦ καταρτιστῆρος τῶν καταρτιστήρων
      δοτική τῷ καταρτιστῆρ τοῖς καταρτιστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καταρτιστῆρ τοὺς καταρτιστῆρᾰς
     κλητική ! καταρτιστήρ καταρτιστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταρτιστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  καταρτιστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταρτιστήρ < καταρτίζω + -τήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταρτιστήρ αρσενικό