καταλυτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταλυτής < ελληνιστική κοινή καταλυτής < αρχαία ελληνική καταλύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταλυτής αρσενικό
- κάποιος που καταλύει, που καταστρέφει
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταλυτής