γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταδιελών καταδιελοῦσ τὸ καταδιελόν
      γενική τοῦ καταδιελόντος τῆς καταδιελούσης τοῦ καταδιελόντος
      δοτική τῷ καταδιελόντ τῇ καταδιελούσ τῷ καταδιελόντ
    αιτιατική τὸν καταδιελόντ τὴν καταδιελούσᾰν τὸ καταδιελόν
     κλητική ! καταδιελών καταδιελοῦσ καταδιελόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταδιελόντες αἱ καταδιελοῦσαι τὰ καταδιελόντ
      γενική τῶν καταδιελόντων τῶν καταδιελουσῶν τῶν καταδιελόντων
      δοτική τοῖς καταδιελοῦσῐ(ν) ταῖς καταδιελούσαις τοῖς καταδιελοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καταδιελόντᾰς τὰς καταδιελούσᾱς τὰ καταδιελόντ
     κλητική ! καταδιελόντες καταδιελοῦσαι καταδιελόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταδιελόντε τὼ καταδιελούσ τὼ καταδιελόντε
      γεν-δοτ τοῖν καταδιελόντοιν τοῖν καταδιελούσαιν τοῖν καταδιελόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καταδιελών