Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάποσῐς αἱ καταπόσεις
      γενική τῆς καταπόσεως τῶν καταπόσεων
      δοτική τῇ καταπόσει ταῖς καταπόσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάποσῐν τὰς καταπόσεις
     κλητική ! κατάποσῐ καταπόσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπόσει
γεν-δοτ τοῖν  καταποσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάποσις < καταπίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + πόσις. Για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pō-, *pī- → δείτε τις λέξεις πίνω και πόσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάποσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία