κατάποσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάποσῐς | αἱ | καταπόσεις |
γενική | τῆς | καταπόσεως | τῶν | καταπόσεων |
δοτική | τῇ | καταπόσει | ταῖς | καταπόσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάποσῐν | τὰς | καταπόσεις |
κλητική ὦ! | κατάποσῐ | καταπόσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπόσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταποσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάποσις < καταπίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + πόσις. Για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pō-, *pī- → δείτε τις λέξεις πίνω και πόσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάποσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κατάποσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.