Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάμπαρο τα κατάμπαρα
      γενική του κατάμπαρου των κατάμπαρων
    αιτιατική το κατάμπαρο τα κατάμπαρα
     κλητική κατάμπαρο κατάμπαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάμπαρο < κάτω + αμπάρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάμπαρο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): το κάτω μέρος του αμπαριού πλοίου
    το κατάμπαρο συνηθέστερα είναι και το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα κάθετο διαμέρισμα του αμπαριού

  Μεταφράσεις επεξεργασία