κατάκλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάκλυση | οι | κατακλύσεις |
γενική | της | κατάκλυσης* | των | κατακλύσεων |
αιτιατική | την | κατάκλυση | τις | κατακλύσεις |
κλητική | κατάκλυση | κατακλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάκλυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάκλυσις < κατακλύζω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κατακλύζω + -ση.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.kli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐κλυ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάκλυση θηλυκό
- η υπερπλήρωση ενός χώρου με κάποιο υλικό
- ※ Στὸ κέντρο, σύστημα ἀρδεύσεως μὲ κατάκλυση: τὸ συστηματοποιημένο ἔδαφος διαιρεῖται σὲ τμήματα ἢ πρασιὲς (βραγιὲς) ποὺ περιβάλλονται ἀπὸ μικρὰ ἀναχώματα. Δεξιά, σύστημα ἀρδεύσεως μὲ ὑπερεκχείλιση: τὸ ἔδαφος ἔχει διαμορφωθῆ σὲ ... (Εγκυκλοπαίδεια Δομή έγχρωμη: όλες οι γνώσεις για όλους, 1969, σελ. 266)
- ※ Η κατάκλυση του χώρου πρέπει να γίνει µε αφρό χαµηλής ή µέσης διόγκωσης εάν περιέχονται υγρά καύσιµα (Β΄ Κατηγορίας) ή µε αφρό µεγάλης διόγκωσης εάν πρόκειται µε πιθανή ανάφλεξη υγραερίου ή φυσικού αερίου (Γ΄ Κατηγορία). (ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ: Αριθ. Π-7086/Φ5.2 /88 Συµπλήρωση της Υπουργικής Απόφασης 34628/1985 (ΦΕΚ 799) 31.12.85/τ.Β’) «καθορισµός τεχνικών προδιαγραφών ασφαλούς λειτουργίας, διαµόρφωσης, σχεδίασης και κατασκευής των εγκαταστάσεων εναποθήκευσης υγρών καυσίµων των εταιρειών εµπορίας πετρελαιοειδών», ΦΕΚ 550/Β/3-8-88 [1])
Σημειώσεις επεξεργασία
Η λέξη δεν έχει σχέση με την ομόηχη λέξη «κατάκλιση» που αναφέρεται στο ξάπλωμα / πλάγιασμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάκλυση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατάκλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας