κασλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κασλάς | οι | κασλάδες |
γενική | του | κασλά | των | κασλάδων |
αιτιατική | τον | κασλά | τους | κασλάδες |
κλητική | κασλά | κασλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακασλάς αρσενικό