↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασία οι κασίες
      γενική της κασίας των κασιών
    αιτιατική την κασία τις κασίες
     κλητική κασία κασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κασία < αρχαία ελληνική κασία[1] [2] < αραμαϊκή קְצִיעֲתָא (qəṣīʿătā) < קְצַע (qṣaʿ, κόβω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. κασία Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  • κασία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)