κασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασία | οι | κασίες |
γενική | της | κασίας | των | κασιών |
αιτιατική | την | κασία | τις | κασίες |
κλητική | κασία | κασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κασία < αρχαία ελληνική κασία[1] [2] < αραμαϊκή קְצִיעֲתָא (qəṣīʿătā) < קְצַע (qṣaʿ, κόβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασία θηλυκό
- (φυτό) γένος φυτών με πολλά είδη, που χρησιμοποιούνται για ιατρικούς ή διατροφικούς σκοπούς (Cassia senna, Senna alexandrina)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κασία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
επεξεργασία- κασία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)