Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρτεσιανισμός οι καρτεσιανισμοί
      γενική του καρτεσιανισμού των καρτεσιανισμών
    αιτιατική τον καρτεσιανισμό τους καρτεσιανισμούς
     κλητική καρτεσιανισμέ καρτεσιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτεσιανισμός < γαλλική cartésianisme < cartésien = καρτεσιαν(ός) -isme = -ισμός [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρτεσιανισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία