καρτεσιανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρτεσιανισμός < γαλλική cartésianisme < cartésien = καρτεσιαν(ός) -isme = -ισμός [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρτεσιανισμός αρσενικό
- η φιλοσοφική θεωρία του Καρτέσιου
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρτεσιανισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καρτεσιανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας