καρπόδεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρπόδεση | οι | καρποδέσεις |
γενική | της | καρπόδεσης* | των | καρποδέσεων |
αιτιατική | την | καρπόδεση | τις | καρποδέσεις |
κλητική | καρπόδεση | καρποδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρποδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρπόδεση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρπόδεση
|