καρπαζοεισπράκτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπαζοεισπράκτορας < καρπαζιά + εισπράκτορας
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρπαζοεισπράκτορας αρσενικό
- άλλη μορφή του καρπαζοεισπράχτορας
- ※ Παραμένει ο γνωστός μας «καρπαζοεισπράκτορας», που υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στην τύχη του, θεωρεί «φυσική» την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων και δε φροντίζει παρά για το πώς θα εξασφαλίσει το καθημερινό του, εκμεταλλευόμενος τη δικιά του «ατσιδωσύνη» και την αφέλεια των άλλων (Βάσος Βαρίκας, Κριτική θεάτρου, 1972, σελ. 14)