↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρπαζοεισπράκτορας οι καρπαζοεισπράκτορες
      γενική του καρπαζοεισπράκτορα των καρπαζοεισπρακτόρων
    αιτιατική τον καρπαζοεισπράκτορα τους καρπαζοεισπράκτορες
     κλητική καρπαζοεισπράκτορα καρπαζοεισπράκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρπαζοεισπράκτορας < καρπαζιά + εισπράκτορας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρπαζοεισπράκτορας αρσενικό